- αναεροβίωση
- η (Βιολ.)η διαβίωση ορισμένων οργανισμών -μικροβίων, εσωτερικών παρασίτων κ, ά.— σε συνθήκες έλλειψης ελεύθερου οξυγόνου, αντίθετα προς την αεροβίωση*.[ΕΤΥΜΟΛ. < anaerobiosis, νεολατιν. επιστημον. όρος < στερ. an- (πρβλ. αν-) + νεολατιν. aerobiosis (πρβλ. αεροβίωοη)].
Dictionary of Greek. 2013.